- μεγάπλευρος
- μεγάπλευρος, -ον (Μ)αυτός ο οποίος έχει μεγάλες πλευρές («μεγάπλευρον βοῡν», Νικ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα-* + πλευρά (πρβλ. πολύ-πλευρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek